- ἀπομαρτύρομαι
- ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό-μαρτύρομαιcall to witnessaor subj mp 1st sg (epic)ἀπομαρτύ̱ρομαι , ἀπό-μαρτύρομαιcall to witnesspres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απομαρτύρομαι — ἀπομαρτύρομαι (Α) υποστηρίζω κάτι με επιμονή … Dictionary of Greek